Δημόσιος έπαινος του Αναπληρωτή Καθηγητή Γιάννη Τασόπουλου κατά την αναγόρευση του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Harvard Mark Tushnet σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 27 Μαΐου 2014 ύστερα από πρόσκληση από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παρουσίαση του έργου του καθηγητή Mark Tushnet
κατά την αναγόρευσή του
ως επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 27.5.2014
Γιάννης Α. Τασόπουλος
O καθηγητής Mark Tushnet, ο οποίος κατέχει την έδρα William Nelson Cromwell Professor of Law στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Harvard, αποτελεί ένα από τους πιο διακεκριμένους συνταγματολόγους της εποχής μας. Ο καθηγητής Tushnet είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Harvard, ενώ έχει λάβει Μάστερ στην Ιστορία, καθώς και το δίπλωμα νομικής από το Πανεπιστήμιο Yale. Το 1972-1973 ήταν βοηθός (law clerk) του Thurgood Marshall, στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, όταν εκδόθηκε η περίφημη απόφαση Roe v. Wade, η οποία αναγνώρισε το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση. Ο Tushnet έχει δημοσιεύσει πάνω από 25 βιβλία, εκατοντάδες άρθρα και είναι μεταξύ των συγγραφέων τριών εγχειριδίων, για το συγκριτικό συνταγματικό δίκαιο μαζί με την Vicki Jackson, για τα Ομοσπονδιακά Δικαστήρια, καθώς και ένα από τα πλέον έγκυρα συγγράμματα συνταγματικού δικαίου στις Η.Π.Α. (Tushnet, Mark, Geoffrey Stone, Michael Seidman & Cass Sunstein, Constitutional Law: Cases, Text, Materials, Little, Brown 4th ed. 2001). Ο Τ. δίδαξε από το 1981 στο Georgetown University Law Center πριν ενταχθεί στο Harvard. Ήδη από τη δεκαετία του 1980 ο καθηγητής Tushnet αποτελεί μια από τις διακριτές φωνές στο χώρο της αμερικανικής συνταγματικής θεωρίας, διατυπώνοντας ένα κριτικό και συχνά ριζοσπαστικό λόγο (Red, White, and Blue: A Critical Analysis of Constitutional Law, Harvard University Press 1988). Ο Τ. είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο ρεύμα των Critical Legal Studies, που αναπτύχθηκε κυρίως κατά στις δεκαετίες του 1970 και 1980 στις ΗΠΑ. Αλλά η σημασία και η εμβέλεια του έργου του πηγαίνει πολύ πέρα από τα στενά πλαίσια της κριτικής νομικής θεωρίας. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι ο Τ. αποτελεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, αν όχι τον σπουδαιότερο, πάντως ένα από τους πιο σημαντικούς στοχαστές πάνω στον αντιφορμαλιστικό προσανατολισμό της επιστήμης του συνταγματικού δικαίου. Υπό αυτή την έννοια, ο Τ. συνεχίζει, αναπτύσσει και εμπλουτίζει τη γόνιμη παράδοση του αμερικανικού νομικού ρεαλισμού, με τρόπο δημιουργικό, πρωτότυπο και πολύπλευρο. Το θεμελιώδες γνώρισμα της παράδοσης αυτής θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο αντιφορμαλιστικός της χαρακτήρας, στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται η αμφισβήτηση του γράμματος του νόμου, του νομικού κειμένου, από το οποίο υποτίθεται ότι ο ερμηνευτής μπορεί να συναγάγει τα νομικώς ορθά συμπεράσματα μέσα από τη λογική-παραγωγική μέθοδο, με αξιώσεις ηθικοπολιτικής ουδετερότητας, τεχνοκρατικής γνώσης και αποτελεσματικού περιορισμού της διακριτικής ευχέρειας του δικαστή.
Απέναντι στην επάρκεια και την αυτάρκεια της καθαρώς νομικής μεθόδου, η παράδοση στην οποία εντάσσεται ο Τ. αναδεικνύει τον πολιτικό και κοινωνιολογικό χαρακτήρα του δικαίου και τονίζει τη σημασία των πολιτικών πρακτικών και της λειτουργίας των θεσμών. Η προσέγγιση αυτή είναι εμπεδωμένη στο συνταγματικό δίκαιο της χώρα μας, με συνέπεια η ανάλυση του Τ. αφενός να μας είναι κατανοητή και οικεία και αφετέρου να παρέχει πολύτιμα κριτικά ερεθίσματα πάνω στη φύση και τη λειτουργία του συνταγματικού δικαίου, της πολιτικής και της δημοκρατίας. Στο σημαντικό έργου του Taking the Constitution Away From the Courts, Princeton University Press 1999, ο Τ. υποστηρίζει το συνταγματικό δίκαιο της λαϊκής κυριαρχίας (populist constitutional law), το οποίο ορίζει ως αυτό που προσανατολίζεται στην πραγμάτωση των αρχών της Αμερικανικής Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας και του Προοιμίου του Αμερικανικού Σ., δηλ. τις αρχές καθολικότητας των δικαιωμάτων, του απαράγραπτου χαρακτήρα τους, του έλλογου χαρακτήρα της εξουσίας και του πολιτικού αυτοκαθορισμού, που επιβάλλει να στηρίζεται η εξουσία στη συναίνεση του λαού και να υπηρετεί τα συμφέροντά του.
Είναι προφανές ότι η πρόκληση που αντιμετωπίζει η κριτική συνταγματική θεωρία εντοπίζεται στο κενό που αφήνει η αμφισβήτηση της κανονιστικότητας του δικαίου και ειδικώς του Συντάγματος. Μέσα από τη διάκριση μεταξύ Συντάγματος και συνταγματισμού, σε συνδυασμό με την ιδέα θεσμών και πρακτικών που είναι entrenched, δηλ. που έχουν εμπεδωθεί και ριζώσει σε μία κοινωνία, αποτελώντας μέρος της θεμελιώδους σχετικά νομιμοποιημένης παράδοσής της, ο Τ. αποφεύγει τον κίνδυνο του μηδενισμού που ισοπεδώνει τη διάκριση μεταξύ δέοντος και όντος, χωρίς να ενσωματώνει ένα αξιολογικό κριτήριο, ικανό να διαφοροποιήσει και να συγκρίνει τις διάφορες μορφές και εκφάνσεις του συνταγματικού φαινομένου, όχι μόνο από τόπο σε τόπο αλλά και στο πλαίσιο της ίδιας έννομης τάξης, από τη μια εποχή στην άλλη. Η διάκριση αυτή σε συνδυασμό με την έννοια του entrenchment είναι νομίζω κλειδί για την κατανόηση του έργου του Τ. Ανοίγει επίσης νέους δρόμους στη μελέτη του Συντάγματος και των λειτουργιών του, όπως προκύπτει από το έργο του στο Συγκριτικό Συνταγματικό Δίκαιο. Στο σημαντικό αυτό βιβλίο, γίνεται φανερό ότι η εξουσιαστική αντίληψη ενός εκ των άνω επιβληθέντος Συντάγματος, αλλά και ο νομικός ιμπεριαλισμός της μεταφύτευσης νομικών θεσμών σε ετερόκλητες κοινωνίες μπορεί να οδηγεί σε αποσταθεροποίηση πολιτικών λειτουργιών και παραδόσεων που συνοψίζουν τον συνταγματισμό των κοινωνιών αυτών.
Συνεπώς, η σταθερότητα και η αντίσταση των συνταγματικών παραδόσεων στις προσπάθειες αποσταθεροποίησής τους δεν μπορεί να αναλύεται μόνο με όρους τήρησης του αυστηρού και τυπικού Συντάγματος, παρά το γεγονός ότι αυτό αποτελεί την πιο χαρακτηριστική και κλασική περίπτωση αυξημένης κατοχύρωσης και δυσκολίας ανατροπής θεμελιωδών διατάξεων. Η πολιτική κουλτούρα του συνταγματισμού, ο οποίος συνδέεται με τις πολιτικές αρχές της Αμερικανικής διακήρυξης των δικαιωμάτων και του Προοιμίου του Αμερικανικού Σ.,, η θεσμική παράδοση μιας κοινωνίας, η πολιτική ιστορία, η κρατούσα θεωρία του δικαίου αποτελούν αναντικατάστατους παράγοντες που έχουν συστατική σημασία για το κράτος και το συνταγματικό του πολίτευμα.
Στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Why the Constitution Matters ο Τ. δείχνει την αλληλεπίδραση μεταξύ του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, οι δικαστές του οποίου ως γνωστόν επιλέγονται από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ και του πολιτικού χαρακτήρα που έχει η εκάστοτε αμερικανική προεδρεία, μετριοπαθής και προφυλακτική του υπάρχοντος εκείνη την περίοδο συσχετισμού δυνάμεων ή μεταρρυθμιστικού προς συντηρητικές ή πιο προοδευτικές κατευθύνσεις. Η σχέση αυτή εξηγεί τις μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην εξέλιξη του συνταγματικού δόγματος και υποδηλώνουν τη στενή σχέση μεταξύ συνταγματικού δικαίου και πολιτικής επιστήμης. Για τον Τ. η συνταγματική δικαιοσύνη αποτελεί μέρος των πολιτικών συγκρούσεων και η παραδοχή αυτή μπορεί να έχει θετική συμβολή προς την κατεύθυνση της αναζωογόνησης του ενδιαφέροντος των πολιτών για το Σύνταγμα και της καταπολέμησης της πολιτικής απάθειας, όπου οι πολίτες στηρίζονται στους δικαστές για να κρίνουν και να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους.
Η αλληλεπίδραση Συντάγματος και κοινωνίας με σημείο αναφοράς στον εμπεδωμένο συνταγματισμό αναδεικνύει και θέτει στο κέντρο της συνταγματικής θεώρησης του Τ. τον θεσμικό πλουραλισμό, δηλ. τον πλουραλισμό όχι με την έννοια της πολυαρχίας των ομάδων συμφερόντων, αλλά του θεσμικού διαλογικού, διαβουλευτικού και συγχρόνως πολιτικού και συγκρουσιακού, μεταξύ των άμεσων οργάνων του κράτους. Είναι δεδομένο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έχει ουσιαστική επιρροή στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ. Για τον Τ. είναι πιο εποικοδομητικό να αναγνωρίσουμε ότι ο ρόλος του είναι πολιτικός, από το να προσπαθούμε να θέσουμε το δικαστήριο στο απυρόβλητο, έξω από την πολιτική διαμάχη, προκειμένου να προστατεύει με πιο αποστασιοποιημένο τρόπο τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, στη βάση της διάκρισης δικαίου και πολιτικής. Η θέση αυτή του Τ. είναι, όπως και ο ίδιος αναγνωρίζει, αμφισβητούμενη.
Αυτό όμως που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι ο Τ. αποδεικνύεται εξαιρετικά διεισδυτικός αναλυτής και διορατικός στοχαστής της κρίση της πολιτικής, της πολιτικής συρρίκνωσης των σύγχρονων δημοκρατιών, του ψαλιδίσματος των κοινωνικών και δημοκρατικών φιλοδοξιών του σύγχρονου συνταγματικού δικαίου. Στο έργο του The New Constitutional Order, ο Τ. ανέλυσε με εξαιρετική ενάργεια τις συνέπειες από την πολιτική απογοήτευση που διακρίνει τη νεοφιλελεύθερη συνταγματική τάξη, η οποία διαδέχθηκε το σχέδιο της Great Society του New Deal. Η υποβάθμιση της σημασίας του Σ. και του συνταγματικού δικαίου είναι δείγμα της κρίση νομιμοποίηση της πολιτικής και σημείο κόπωσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Το πρόταγμα του Τ. είναι η αναζωογόνηση της δημοκρατικής πολιτικής ζωής και η ανασύνδεση του Συντάγματος με πολιτικά ενεργούς και συνειδητούς πολίτες. Η ενίσχυση της νεοναζιστικής άκρας δεξιάς στη χώρα μας αποτελεί χαρακτηριστική απόδειξη της βασιμότητας των ανησυχιών του Τ.
Πάντως, ο θεσμικός πλουραλισμός δεν αποτελεί μόνο δεδομένο του σύγχρονου δικαίου, αλλά και αξία συνυφασμένη με τον συνταγματισμό. Ο τρόπος με τον οποίον εξειδικεύεται, οριοθετείται και κατανοείται ο θεσμικός πλουραλισμός από κοινωνία σε κοινωνία διαμορφώνει και τις ποικίλες μορφές που έχει ο συνταγματισμός στις ημέρες μας. Τα πεδία του θεσμικού πλουραλισμού είναι πολλά. Βασικό εργαλείο του πλουραλισμού είναι τα δικαιώματα. Αυτά κατοχυρώνουν τη θέση ιδίως των διαφωνούντων απέναντι στην εκάστοτε εξουσία. Πέρα όμως από τα δικαιώματα, κρίσιμη εκδήλωση του πλουραλισμού στο πολιτικό επίπεδο είναι η ομοσπονδιακή αρχή.
Ωστόσο, η πιο χαρακτηριστική συμβολή του Τ. στην μελέτη του συνταγματικού πλουραλισμού αφορά την αποδυνάμωση της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία συνδέεται και με την μονοπώληση του Σ. από τα δικαστήρια και την αντίστοιχη υποβάθμιση της πολιτικής ευθύνης του Κογκρέσου για την κατίσχυση του Σ., με σημείο αιχμής ιδίως τα κοινωνικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος, όπως έδειξε ο Τ. στο πολύ σημαντικό έργο του Weak Courts, Strong Rights: Judicial Review and Social Welfare Rights in Comparative Constitutional Law, Princeton University Press 2008. Γενικότερα, ο Τ. επιχειρεί να θέσει στις ορθές της διαστάσεις την έμφαση στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων που αποτελεί την κεντρική θεματική στο αμερικανικό συνταγματικό δίκαιο (The New Constitutional Order, Princeton University Press 2003). Όπως τονίζει ο Τ., το κόστος της προσέγγισης αυτής αφορά την υποβάθμιση των δημοκρατικών όψεων του πολιτεύματος, με αποτέλεσμα να περιθωριοποιείται ο λαός και η δημοκρατική συμμετοχή, η οποία αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ για ένα συνταγματισμό δημοκρατικού προσανατολισμού. Η κριτική του Τ., θα λέγαμε από τα αριστερά, είναι από την άποψη αυτή πολύτιμη για τη πατρίδα μας, ενόψει της διαδεδομένης εντύπωσης ότι η δημιουργία συνταγματικού δικαστηρίου θα συμβάλει στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων.
Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να τονισθεί ένα πολύ σημαντικό γνώρισμα της ανάλυσης του Τ. Πρόκειται για την βαθειά και απολύτως δικαιολογημένη επιφυλακτικότητά του απέναντι στις υψιπετείς, πομπώδεις και βαρύγδουπες δικαστικές διακηρύξεις, το πραγματικό και πρακτικό κοινωνικοπολιτικό αντίκρισμα των οποίων τελεί σε πλήρη αναντιστοιχία με αυτά που λένε. Η μεγάλη κοινωνική ανισότητα που ταλανίζει τις ΗΠΑ αποτελεί σοβαρή αδυναμία που, κατά τον Τ., η αμερικανική συνταγματική θεωρία πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της σε σχέση με τη φιλελεύθερη παράδοση των δικαιωμάτων, όταν δεν συνδυάζεται με αποτελεσματική προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Ως επιστέγασμα του σπουδαίου έργου του, ο καθηγητής Tushnet έχει σημαντική συμβολή στη μελέτη της ιστορίας του αμερικανικού δικαίου και την κριτική ανάλυση των παραγόντων που διαμόρφωσαν την εξέλιξή του κατά τον 20ο αιώνα και μέχρι σήμερα, με πολυάριθμες μονογραφίες (Making Civil Rights Law: Thurgood Marshall and the Supreme Court, 1936-1961, Oxford University Press. Brown v. Board of Education, Franklin Watts 1995).